- μαδριγάλι
- Ιταλική ποιητική σύνθεση λαϊκής προέλευσης, κυρίως ποιμενικού περιεχομένου. Τον 14o αι. με τον Πετράρχη, το μ. πέρασε στη λόγια ποίηση και κατόπιν υιοθετήθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των Ιταλών ποιητών. Το αρχικό μετρικό σύστημα ήταν σταθερό και συνίστατο σε δύο ή τρία τρίστιχα από ενδεκασύλλαβους, ακολουθούμενα από ένα ή δύο ομοιοκατάληκτα δίστιχα, αλλά τον 16o αι. το σύστημα αυτό άλλαξε και το μ. έγινε μια σύντομη σύνθεση από ενδεκασύλλαβους και επτασύλλαβους στίχους. Σε αυτή την καινούργια μορφή καλλιεργήθηκε και κατά τον 17o αι. (Οτάβιο Ρινουτσίνι και Αντόνιο Μαλατέστι), καθώς επίσης και από τους λεγόμενους αρκαδικούς. (Μουσ.) Στη μουσική φιλολογία το μ. εμφανίστηκε τον 14o αι. και τον 15o αι. στον κύκλο των καλλιτεχνών της Ars Nova, που έγραψαν τις συνθέσεις τους στο μετρικό διάγραμμα της ποιητικής μορφής. Ύστερα από μια μικρή απουσία, το μ. εμφανίστηκε πάλι τον 16o αι. με μια μελωδική δομή, η οποία εκμεταλλευόμενη κάθε τεχνική δυνατότητα (από την αρμονία έως την πολυφωνία, την ομοφωνία και τη χρωματική κλίμακα) αποτέλεσε το σημείο σύνδεσης με τις μεταγενέστερες μουσικές μορφές (για παράδειγμα την καντάτα). Μεταξύ των συνθετών που έφεραν το μ. σε επίπεδο υψηλής εκφραστικής τελειότητας είναι οι Γιακόμπ Αρκάντελτ, Αντριάν Βίλααρτ ή Βιλαέρτ, Φραντσέσκο Κορτέτσια, Τζοβάνι Ανιμούτσια, Πάολο Αρετίνο και, κυρίως, οι Ορλάντο ντι Λάσο, Λούκα Μαρέντσιο, Τζεζουάλντο ντα Βενόζα και Μοντεβέρντι.
Dictionary of Greek. 2013.